ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ
Με τη συνδρομή του χρηματοδοτικού εργαλείου Life της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ΒΙΟΛΟΓΙΑ
Θαλάσσια θηλαστικά είναι τα ζώα που ζουν όλη τη ζωή τους ή ένα πολύ μεγάλο μέρος της, στη θάλασσα. Μπορεί να ζουν αποκλειστικά σε αυτή ή να ζουν και στη στεριά και να τρέφονται στη θάλασσα. Ανάμεσα τους συναντάμε ζώα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα τα δελφίνια, τις φώκιες, τις φάλαινες, τους θαλάσσιους ελέφαντες και τις πολικές αρκούδες!
Οι επιστήμονες για να τα μελετήσουν καλύτερα, τα χώρισαν σε 5 μεγάλες κατηγορίες:
- στα κητώδη (π.χ. δελφίνια, φάλαινες),
- τα πτερυγιόποδα (π.χ. φώκιες, θαλάσσιοι ίπποι),
- τα σειρήνια (π.χ. θαλάσσιες αγελάδες, μανάτοι),
- τις θαλάσσιες βίδρες
- τις πολικές αρκούδες
Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν περίπου 120 διαφορετικά είδη θαλάσσιων θηλαστικών.
Στις ελληνικές θάλασσες συναντάμε 14 είδη θαλάσσιων θηλαστικών. Από αυτά το ένα είδος είναι πτερυγιόποδο και τα άλλα 13 είδη είναι κητώδη.
ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΩΝ
Τα θηλαστικά είναι ζώα που έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
- Αναπνέουν αέρα χρησιμοποιώντας τους πνεύμονες τους.
- Είναι θερμόαιμα, έχουν, δηλαδή, πάντα σταθερή θερμοκρασία σώματος (36-38οC) ανεξαρτήτως από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος.
Έχουν τρίχωμα.
Βέβαια, μόνο τα χαρακτηριστικά αυτά δεν κάνουν ένα ζώο θηλαστικό. Για παράδειγμα, τα πουλιά και τα αμφίβια έχουν πνεύμονες. Θερμόαιμα είναι και τα πτηνά. Πλήρως ανεπτυγμένα μικρά ζώα γεννούν και κάποια ψάρια ή αμφίβια. Υπάρχουν θηλαστικά ζώα, όπως τα κητώδη, που έχασαν το τρίχωμα τους, ώστε να κινούνται ταχύτερα στο νερό.
Αλλά τότε γιατί λέμε κάποια ζώα θηλαστικά; Τι είναι αυτό που τα διαχωρίζει από τα άλλα ζώα;
Το μοναδικό χαρακτηριστικό που διαθέτουν όλα ανεξαιρέτως τα είδη των θηλαστικών, είναι πως οι μητέρες παράγουν γάλα για τα μικρά τους. Καμία άλλη κατηγορία ζώων στον πλανήτη δε θηλάζει τα μικρά της. Αυτό είναι το βασικό στοιχείο, που σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, το χρησιμοποιούμε για να διαχωρίσουμε τα θηλαστικά από τις άλλες κατηγορίες ζώων.
ΚΗΤΩΔΗ
Τα κητώδη είναι θηλαστικά που ζουν αποκλειστικά στο νερό. Στην τάξη των κητωδών περιλαμβάνονται τα δελφίνια, οι φυσητήρες, οι ζιφιοί, οι φώκαινες και οι φάλαινες. Κάποια είδη κητωδών αποτελούν τα μεγαλύτερα θηλαστικά που έζησαν ποτέ στον πλανήτη μας.
Η ονομασία κητώδη προέρχεται από την ελληνική λέξη «κήτος», που σημαίνει μεγάλο θαλάσσιο ζώο ή θαλάσσιο τέρας.
Έχουν υδροδυναμικό σχήμα, σώμα μακρόστενο και κάποια άλλα κοινά χαρακτηριστικά που τους επιτρέπουν να ζουν μια υδρόβια ζωή, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να βγουν στην ξηρά. Τα μπροστινά άκρα έχουν σχήμα κολυμβητικών πτερυγίων.
Διαιρούνται σε δύο μεγάλες οικογένειες:
-
Στα κητώδη με δόντια ή οδοντοκήτη, όπως για παράδειγμα τα δελφίνια, ο φυσητήρας, η φώκαινα, ο ζιφιός και
-
στις φάλαινες, που είναι κητώδη με φαλαίνια (μπαλένες), ζώα δηλαδή που αντί για δόντια έχουν μπαλένες. Τα ζώα αυτά λέγονται και μυστακοκήτη.
Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν 83 είδη κητωδών, ενώ στις ελληνικές θάλασσες έχουν παρατηρηθεί 13 είδη. Από αυτά, 8 τα συναντάμε όλο το χρόνο, ενώ τα υπόλοιπα 5 είναι περιστασιακοί επισκέπτες.
Τα κητώδη έχουν διαφοροποιηθεί μέσα από τη μακρά εξελικτική τους πορεία σε όλα τα μεγέθη. Το μήκος τους κυμαίνεται από 1,25 έως 33,5 μέτρα και το βάρος τους από 23 έως 136.000 κιλά. Ανάμεσά τους συναντάμε τη γαλάζια φάλαινα, που είναι το μεγαλύτερο ζώο που έζησε ποτέ στη Γη!
ΠΤΕΡΥΓΙΟΠΟΔΑ
Τα πτερυγιόποδα είναι θηλαστικά που περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στο νερό, αλλά βγαίνουν και στην ακτή. Το όνομα τους είναι σύνθετο και προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις πτερύγιο και πόδι.
Πτερυγιόποδα είναι οι φώκιες, οι θαλάσσιοι ίπποι, οι θαλάσσιοι λέοντες και οι θαλάσσιοι ελέφαντες.
Όπως περιγράφει και το όνομα τους, τα πτερυγιόποδα, έχουν στη θέση των άκρων τους κολυμβητικά πτερύγια, για τις ανάγκες της υδρόβιας ζωής τους.
Τα περισσότερα προτιμούν τα ψυχρά κλίματα και τα συναντάμε πιο συχνά στους Πόλους και στις περιοχές γύρω από αυτούς. Υπάρχουν όμως και πτερυγιόποδα που έχουν προσαρμοστεί σε περιοχές με πιο ζεστά νερά.
Το μοναδικό πτερυγιόποδο που ζει στη Μεσόγειο θάλασσα και κυρίως στις ελληνικές θάλασσες και ακτές είναι η μεσογειακή φώκια, η οποία θεωρείται παγκοσμίως ένα από τα πιο απειλούμενα με άμεση εξαφάνιση θαλάσσια θηλαστικά.
Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν 33 είδη πτερυγιόποδων. Τα χωρίζουμε σε τρείς οικογένειες, με βάση τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους:
-
Στις γνήσιες φώκιες. Σε αυτή την οικογένεια περιλαμβάνονται οι φώκιες, που αντί για εξωτερικά πτερύγια στα αυτιά έχουν μικρές οπές (π.χ. μεσογειακή φώκια, θαλάσσιοι ελέφαντες).
-
Στους θαλάσσιους ίππους. Οι θαλάσσιοι ίπποι είναι τα μόνα πτερυγιόποδα που έχουν χαυλιόδοντες.
-
Στις φώκιες με αυτιά (ωταρίδες). Σε αυτήν την οικογένεια περιλαμβάνονται οι θαλάσσιοι λέοντες και οι γουνοφόρες φώκιες, που έχουν εξωτερικά πτερύγια στα αυτιά τους.
Όλα τα πτερυγιόποδα έχουν υδροδυναμικό σχήμα, μάτια που βλέπουν πολύ καλά μέσα στο νερό, μουστάκια, ένα παχύ στρώμα λίπους και τέσσερα πτερύγια αντί για πόδια.
Τα πτερυγιόποδα τα λένε και «ακροβάτες της θάλασσας», γιατί παρόλο που στην ξηρά μοιάζουν αδέξια και δυσκίνητα, όταν μπαίνουν στο νερό είναι πολύ ευέλικτα και έχουν ιδιαίτερα μεγάλη ευχέρεια στο κολύμπι.
Ένα χαρακτηριστικό τους είναι πως τα μπροστινά και τα πίσω πτερύγιά τους καταλήγουν σε πέντε δάχτυλα, απόδειξη πως τα πτερύγια αυτά προήλθαν από πόδια με δάχτυλα και νύχια που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι πρόγονοί τους στη στεριά.
Τα συναντάμε σε πολλά διαφορετικά μεγέθη, σχήματα και χρώματα. Το μέγεθος τους κυμαίνεται από 1 έως 6 μέτρα.
Το μεγαλύτερο πτερυγιόποδο, είναι ο θαλάσσιος ελέφαντας που ζυγίζει περίπου 5.500 κιλά.
ΣΕΙΡΗΝΙΑ
Τα σειρήνια είναι θαλάσσια θηλαστικά, γνωστά ως θαλάσσιες αγελάδες. Είναι τα μοναδικά θαλάσσια φυτοφάγα θηλαστικά. Στην τάξη των σειρηνίων ανήκουν τα ντουγκόνγκ και οι μανάτοι.
Η ονομασία σειρήνια, οφείλεται στις μυθικές Σειρήνες.
Είναι μεγάλα και αργοκίνητα πλάσματα προσαρμοσμένα στον υδρόβιο τρόπο ζωής τους. Ζουν αποκλειστικά μέσα στο νερό, όπως και τα κητώδη.
Τα άνω άκρα τους είναι τροποποιημένα σε πτερύγια, ενώ τα πίσω έχουν εξαφανιστεί. Στη θέση τους υπάρχει μια οριζόντια πεπλατυσμένη ουρά.
Εξαιτίας των διατροφικών τους συνηθειών ζουν σε ρηχά νερά.
Περιφέρονται αργά στα θαλάσσια λιβάδια. Βόσκουν σε νερά με αμμώδη πυθμένα και σκάβουν για ριζώματα με το παχύ, άνω χείλος τους. Για να τραφούν κάνουν βουτιές που διαρκούν 3 λεπτά.
Προτιμούν τις ζεστές θάλασσες. Κάποτε ζούσαν και στη Μεσόγειο, ενώ απολιθώματα έχουν βρεθεί και στην Κρήτη.
Όλα τα σειρήνια απειλούνται με εξαφάνιση. Στο παρελθόν είχαν κυνηγηθεί πολύ από τον άνθρωπο για το κρέας, το δέρμα και το λίπος τους. Το κυνήγι τους έχει πλέον απαγορευτεί.
Οι κυριότερες απειλές που αντιμετωπίζουν στις μέρες μας είναι η θαλάσσια ρύπανση που καταστρέφει τους βιοτόπους τους και οι συγκρούσεις με θαλάσσια σκάφη που τα τραυματίζουν ή τα σκοτώνουν.
ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΒΙΔΡΕΣ
Η βίδρα (ή ενυδρίδα), είναι θηλαστικό που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τις νυφίτσες και τα κουνάβια. Είναι ζώο υδρόβιο, που ζει κυρίως σε ποτάμια και λίμνες.
Ωστόσο, δύο είδη βίδρας έχουν προσαρμοστεί στη ζωή στη θάλασσα και θεωρούνται θαλάσσια θηλαστικά. Οι θαλάσσιες βίδρες είναι τα πιο μικρά θαλάσσια θηλαστικά.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν θαλάσσιες βίδρες. Υπάρχουν όμως πολλές βίδρες που ζουν σε ποτάμια και λίμνες της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας.
Η θαλάσσια βίδρα συναντάται στη Βόρειο Αμερική, τη Ρωσία και στις ακτές της Χιλής και του Περού.
Έχουν πολύ πυκνή γούνα, την πιο πυκνή σε όλο το ζωικό βασίλειο. Αν και μπορούν να περπατήσουν στη στεριά, ζουν κυρίως στον ωκεανό.
Τους αρέσει πολύ να επιπλέουν ανάσκελα στη θάλασσα. Σε αυτή τη στάση κοιμούνται, ξεκουράζονται, τρώνε ή κάνουν βόλτα τα μικρά τους, κρατώντας τα σφιχτά στην αγκαλιά τους. Πολύ συχνά, τυλίγουν το σώμα τους γύρω από μεγάλα φύκια, για να μην τις παρασύρουν τα θαλάσσια ρεύματα.
Τρώνε ψάρια και θαλάσσια ασπόνδυλα (όπως καβούρια, αχινούς, όστρακα και μύδια). Όταν τρώνε χρησιμοποιούν και τα μπροστινά τους άκρα, ενώ πολλές φορές χρησιμοποιούν πέτρες για να ανοίξουν τα όστρακα.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα κυνηγήθηκαν πολύ από τον άνθρωπο για τη γούνα τους. Η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζουν στις μέρες μας είναι η ρύπανση της θάλασσας.
ΠΟΛΙΚΕΣ ΑΡΚΟΥΔΕΣ
Οι πολικές αρκούδες ανήκουν στην κατηγορία των θαλάσσιων θηλαστικών.
Είναι ζώα που ζουν αποκλειστικά στον Αρκτικό Ωκεανό και τα χαρακτηριστικά τους είναι προσαρμοσμένα για τη ζωή στη θάλασσα Οι πολικές αρκούδες είναι στη πραγματικότητα μαύρες!! Το δέρμα τους είναι πολύ σκούρο έως και μαύρο, και καλύπτεται σχεδόν παντού από το πλούσιο λευκό τους τρίχωμα. Αυτή η προσαρμογή βοηθάει στο να συγκρατούν οι αρκούδες όσο το δυνατόν περισσότερη θερμότητα στο παγωμένο βορρά που ζουν.
Ο αγαπημένος τους βιότοπος είναι η επιφάνεια των θαλάσσιων πάγων. Εκεί ζευγαρώνουν, κυνηγούν την τροφή τους και ανατρέφουν τα μικρά τους.
Είναι πολύ καλές κολυμβήτριες. Μπορούν να κολυμπήσουν αρκετή ώρα στη θάλασσα. Το σώμα τους αποκτάει υδροδυναμικό σχήμα μέσα στο νερό. Ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών τους έχουν μεμβράνες για να κολυμπούν πιο εύκολα. Επίσης, έχουν μια στοιβάδα λίπους κάτω από το δέρμα τους για να διατηρούνται ζεστές.
Η διατροφή τους εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη θάλασσα. Τρέφονται κυρίως με φώκιες, αλλά και με θαλάσσιους ίππους, φάλαινες, τάρανδους, θαλασσοπούλια, φύκια ή αυγά.
Οι πολικές αρκούδες πέφτουν σε χειμερία νάρκη από τον Οκτώβρη έως τον Απρίλη. Η κάθε αρκούδα σκάβει μόνη της ένα μεγάλο λάκκο μέσα στο χιόνι, αφήνοντας ένα στενό τούνελ για είσοδο. Κατά τη διάρκεια της χειμερίας νάρκης η θηλυκή πολική αρκούδα γεννάει στον ύπνο της συνήθως 2 μικρά. Τα μικρά είναι τυφλά όταν γεννιούνται, ζυγίζουν περίπου 1 κιλό και έχουν μια πολύ λεπτή γούνα. Μέσα στο λάκκο η μητέρα θηλάζει τα μικρά της με το πλούσιο λιπαρό της γάλα. Όταν βγουν από τη φωλιά τους, τα μικρά θα ζυγίζουν γύρω στα 15 κιλά και θα έχουν πλούσια λευκή γούνα. Θα παραμείνουν μαζί με τη μητέρα τους για περίπου 2 χρόνια.
Η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει είναι η κλιματική αλλαγή που προκαλεί την καταστροφή του βιοτόπου της, δηλαδή των Αρκτικών πάγων.
ΕΞΕΛΙΞΗ
Tα κητώδη εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 55 εκατομμύριων ετών και θεωρούνται απόγονοι ενός ζώου που ζούσε στη στεριά και έμοιαζε με κοντοπόδαρο λύκο. Το ζώο αυτό γνωστό με το όνομα Πακισέτους (Pakicetus) και ήταν σαρκοφάγο. Αναζητούσε την τροφή του κατά μήκος της ακτής και φαίνεται πως έτρωγε και ψάρια. Σταδιακά άρχισε να κολυμπά σε πιο βαθιά νερά, είτε για να βρει περισσότερα ψάρια, είτε για να ξεφύγει από τους θηρευτές του κολυμπώντας.
Μέσω της διαδικασίας της εξέλιξης και σε μεγάλο χρονικό διάστημα, οι απόγονοι του Πακισέτους άρχισαν να προσαρμόζονται καλύτερα στο υδρόβιο περιβάλλον.
Εξελίχθηκαν σε μεγάλα και μακρόστενα ζώα. Τα μπροστινά άκρα τους, που είχαν πέντε δάχτυλα, μετατράπηκαν σε κολυμβητικά πτερύγια. Τα πίσω άκρα τους ατρόφησαν τελείως και εξαφανίστηκαν.
Τα πτερυγιόποδα πριν εξελιχθούν σε θαλάσσια θηλαστικά, ζούσαν στην ξηρά.
Αποδείξεις για αυτό, υπάρχουν σε σκελετούς προϊστορικών ζώων, ηλικίας 20 έως και 24 εκατ. ετών. Πρόκειται για τον πρόγονο των πτερυγιόποδων που αντί για πτερύγια είχε πόδια. Το σώμα του κοινού αυτού προγόνου έμοιαζε με αυτό της σημερινής βίδρας. Είχε μακριά ουρά, κεφάλι φώκιας, δόντια σαν του σκύλου και στα πόδια, δάκτυλα ενωμένα με νηκτική μεμβράνη. Φαίνεται πως ήταν δεινός κολυμβητής, μπορούσε όμως και να περπατήσει.
Λόγω έλλειψης τροφής στη στεριά, τα ζώα αυτά άρχισαν να προσαρμόζονται σταδιακά στις νέες υδρόβιες συνθήκες. Το σώμα τους άρχισε να αποκτά σταδιακά υδροδυναμικό σχήμα, ενώ τα πέντε δάχτυλά τους ενώθηκαν με δέρμα και μετατράπηκαν σε πτερύγια. Έτσι, φτάσαμε στα πτερυγιόποδα με τα σημερινά χαρακτηριστικά, τα οποία σε ανάμνηση του παρελθόντος, διατήρησαν ακόμα το τρίχωμά τους και μια υποτυπώδη ουρά ανάμεσα στα πίσω τους πτερύγια.
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ
Προσαρμογή ονομάζεται οποιαδήποτε αλλαγή στο σώμα ή τη συμπεριφορά ενός οργανισμού, που είναι απαραίτητη για την επιβίωσή του σε ένα δεδομένο περιβάλλον. Ένα είδος προσαρμόζεται πολύ αργά στις αλλαγές του περιβάλλοντός του, κατά τη διάρκεια αμέτρητων γενεών. Οι οργανισμοί που έχουν προσαρμοστεί καλύτερα στο περιβάλλον τους, έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιζήσουν και να αποκτήσουν απογόνους, από εκείνους που δεν έχουν καταφέρει να προσαρμοστούν κατάλληλα.
Για παράδειγμα, ένα ζώο με λεπτή γούνα σε ένα πολύ κρύο περιβάλλον, έχει ελάχιστες ελπίδες να επιζήσει και να προλάβει να δώσει απογόνους, σε σχέση με ένα ζώο που διαθέτει πυκνή γούνα. Τα κητώδη και τα πτερυγιόποδα διαθέτουν συγκεκριμένες προσαρμογές στο σώμα και τη συμπεριφορά τους, που τους βοήθησαν να προσαρμοστούν, να επιβιώσουν, και σε πολλές περιπτώσεις να επικρατήσουν με επιτυχία στο υδρόβιο περιβάλλον.
Λίπος
Κάτω από το δέρμα των κητωδών και των πτερυγιόποδων υπάρχει ένα παχύ στρώμα λίπους.
Αυτό το στρώμα λίπους έχει πολλές χρήσεις:
-
Λειτουργεί σαν θερμομόνωση, προκειμένου να κρατήσει τα ζώα ζεστά.
-
Λειτουργεί σαν αποθήκη τροφίμων. Όταν το φαΐ σπανίζει, το λίπος, τους παρέχει την απαραίτητη ενέργεια.
-
Λειτουργεί σαν σωσίβιο. Επειδή το λίπος είναι ελαφρύτερο από το νερό, με τις τεράστιες ποσότητες λίπους στο εσωτερικό του, το ζώο μπορεί να επιπλέει εύκολα στο νερό.
-
Βοηθάει ώστε το σχήμα του ζώου να είναι ατρακτοειδές και στρογγυλεμένο, χωρίς γωνίες άρα και πιο υδροδυναμικό.
Τρίχωμα
Τα πτερυγιόποδα για να προστατεύονται από το κρύο έχουν ένα στρώμα λίπους και πυκνό τρίχωμα. Το λίπος τα προστατεύει από το κρύο της θάλασσας, ενώ το τρίχωμα από το κρύο της στεριάς.
Τα μικρά όταν γεννιούνται δε διαθέτουν λίπος κάτω από το δέρμα τους. Έχουν όμως πιο μακρύ τρίχωμα, που τα κρατάει ζεστά το πρώτο διάστημα της ζωής τους, που ζουν στη στεριά. Σταδιακά τα νεογέννητα, όσο θηλάζουν το λιπαρό γάλα της μητέρας τους, αποκτούν στρώμα λίπους κάτω από το δέρμα τους και «αντικαθιστούν» το μακρύ τρίχωμά τους, με άλλο κατάλληλο για τη ζωή στη θάλασσα.
Τα περισσότερα πτερυγιόποδα αλλάζουν κάθε χρόνο το φθαρμένο ή κατεστραμμένο τρίχωμα τους με καινούριο. Η διαδικασία αυτή, που στον άνθρωπο συμβαίνει συνεχώς και όχι μια συγκεκριμένη εποχή, στα πτερυγιόποδα διαρκεί από μερικές ημέρες έως και ένα μήνα. Κάποια είδη, όπως ο θαλάσσιος ελέφαντας, όταν αλλάζουν τρίχωμα βγαίνουν στις παραλίες και παραμένουν εκεί μέχρι να βγει το καινούριο τους τρίχωμα. Όσο διάστημα είναι στην παραλία ούτε τρώνε ούτε πίνουν νερό.
Δόντια
Τα πτερυγιόποδα και τα οδοντοκήτη έχουν δόντια όπως και εμείς. Την τροφή τους όμως δεν τη μασάνε. Τα δόντια τα χρησιμοποιούν για να αρπάξουν και να δαγκώσουν το θήραμα τους, το οποίο στη συνέχεια καταπίνουν ολόκληρο.
Αναπνοή
Τα θαλάσσια θηλαστικά έχουν πνεύμονες και συνεπώς χρειάζεται να αναδύονται συχνά στην επιφάνεια της θάλασσας για να αναπνεύσουν.
Στα κητώδη, η αναπνευστική οπή (δηλαδή τα ρουθούνια τους) βρίσκεται στην κορυφή του κεφαλιού και ονομάζεται φυσητήρας. Με αυτόν τον τρόπο, μετακινούνται πιο εύκολα στο νερό, καθώς για να αναπνεύσουν δε χρειάζεται να βγάλουν όλο το κεφάλι τους έξω από το νερό, αλλά μόνο το πάνω μέρος του κεφαλιού τους.
Τα οδοντοκήτη (π.χ. δελφίνια, φυσητήρας) έχουν μια μόνο εμφανή αναπνευστική οπή (που λίγο βαθύτερα χωρίζεται σε δύο ρουθούνια), ενώ τα μυστακοκήτη (δηλαδή οι φάλαινες) διαθέτουν δυο εμφανή ρουθούνια.
Όταν ένα κητώδες αναδύεται στην επιφάνεια, εκπνέει τον αέρα που έχει στους πνεύμονές του, με μεγάλη πίεση. Σε ψυχρά κλίματα, κατά τη διάρκεια της εκπνοής, μαζί με τον αέρα εκτοξεύεται και η υγρασία που υπάρχει στους πνεύμονες και έτσι σχηματίζεται ένας χαρακτηριστικός πίδακας νερού.
Τα πτερυγιόποδα έχουν τα ρουθούνια τους λίγο πιο πάνω από το στόμα τους, όπως ακριβώς και τα υπόλοιπα χερσαία θηλαστικά. Για να μην μπαίνει όμως νερό στη μύτη τους, όταν καταδύονται, τα ρουθούνια τους τα κλείνουν σφιχτά με ειδικούς μύες.
Καθώς τα κητώδη και τα πτερυγιόποδα περνούν τον περισσότερο καιρό τους μέσα στο νερό, μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι πόση ώρα μπορούν να κρατούν την αναπνοή τους όταν καταδύονται. Μερικά ζώα την κρατούν 3 έως 5 λεπτά. Άλλα όμως, όπως ο φυσητήρας, ο ζιφιός ή ο θαλάσσιος ελέφαντας μπορούν να κρατήσουν την αναπνοή τους μέσα στη θάλασσα για πάνω από μια ώρα!
Όραση
Σε κάποια κητώδη, η όραση είναι μειωμένη. Τα μάτια τους είναι σχετικά μικρά. Βρίσκονται στις πλευρές του κεφαλιού και δεν ερεθίζονται από το αλμυρό νερό, όπως πολλές φορές συμβαίνει σε εμάς, όταν κολυμπάμε με ανοιχτά μάτια στη θάλασσα. Τη διαφορά κάνουν τα δελφίνια, που έχουν εξαιρετική όραση, τόσο μέσα όσο και έξω από το νερό!
Στα πτερυγιόποδα, τα μάτια είναι μεγάλα και τέλεια προσαρμοσμένα για να βλέπουν μέσα στο νερό, ακόμα και σε συνθήκες που το φως είναι λιγοστό. Στην ξηρά όμως βλέπουν θολά. Στα μάτια εκκρίνεται συνεχώς μια ειδική βλέννα που τα προστατεύει από το θαλασσινό νερό. Για παράδειγμα, όταν οι φώκιες είναι στη στεριά η βλέννα αυτή προσδίδει στα μάτια τους μια υγρή εμφάνιση και τις κάνει να μοιάζουν σαν να είναι διαρκώς «βουρκωμένες»!
Ακοή
Τα κητώδη έχουν πολύ καλή ακοή. Τα αυτιά τους είναι δυο μικροί δυσδιάκριτοι πόροι, οι οποίοι κλείνουν, όταν καταδύονται στη θάλασσα, προκειμένου να αποφευχθούν βλάβες από την αύξηση της πίεσης.
Όλα τα πτερυγιόποδα έχουν πολύ καλή ακοή και μέσα και έξω από το νερό. Τα αυτιά τους είναι πιο ευδιάκριτα από ότι στα κητώδη. Οι γνήσιες φώκιες έχουν μικρές οπές, ενώ οι ωταρίδες έχουν εξωτερικά πτερύγια.
Μουστάκια
Τα πτερυγιόποδα έχουν πολύ ευαίσθητα μουστάκια. Με τα μουστάκια τους, ανιχνεύουν και διαλέγουν την τροφή τους, όταν η ορατότητα είναι πολύ περιορισμένη στο βυθό της θάλασσας. Μελέτες έχουν δείξει πως η ευαισθησία που έχουν κάποιες φώκιες στα μουστάκια τους, όταν επιλέγουν την τροφή τους, συγκρίνεται με την αίσθηση της αφής στα χερσαία θηλαστικά.
Ηχοεντοπισμός
Τα οδοντοκήτη, έχουν την ικανότητα να προσανατολίζονται και να αντιλαμβάνονται το περιβάλλον τους, εκπέμποντας υπέρηχους, οι οποίοι αντανακλώνται και επιστρέφουν σε αυτά, όπως η ηχώ. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται ηχοεντοπισμός. Η ηχώ που επιστρέφει σε αυτά, δημιουργεί στον εγκέφαλό τους μια ηχητική εικόνα, που δείχνει εάν πρόκειται για θήραμα ή για κάτι που πρέπει να αποφευχθεί.
Ερμηνεύοντας την ηχώ που επιστρέφει σε αυτά, τα οδοντοκήτη, μπορούν να αντιληφθούν μέγεθος, σχήμα, ταχύτητα, απόσταση και κατεύθυνση ενός πιθανού θηράματός τους ή άλλου αντικειμένου.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΕΜΑΣ
Ο ιστότοπος Thalassapedia σχεδιάστηκε από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις MOm / Εταιρεία για τη Μελέτη και Προστασία της Μεσογειακής Φώκιας και WWF Ελλάς, σε συνεργασία με τα Ινστιτούτα Κητολογικών Ερευνών Πέλαγος και Tethys.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
210-5222888
info@thalassa-project.com
Σολωμού 18, Αθήνα 10682